Άσυλον Φρενοβλαβών

 

Ακόμα πιο πέρα από τις φυλακές, που συχνά στα χρόνια μας υψώνει λευκή σημαία, επειδή δεν υπάρχει μέσα σ' αυτές ούτ' ένας κρατούμενος, ήταν χτισμένο έν' άλλο χτιριακό μεγαθήριο μ' επιβλητικό και μεγαλόπρεπο σχέδιο, με αυλόγυρους ασφαλισμένους απο ψηλούς πέτρινους τοίχους. Οι δυο ακριανοί πύργοι του, έδιναν την εντύπωση πως ήταν καμιά μεγάλη Σχολή στρατιωτική, ή ακόμα και θερινό ανάκτορο στημένο πάνω στους βράχους του ακρογιαλιού. Μια τεράστια μαύρη σιδερένια πένθιμη πόρτα ,μ' ένα παραθυράκι στη μέση σαν μάτι τετράγωνο που ανοιγόκλεινε όποτε ήθελε αυτό, και μια πελώρια επιγραφή, κι αυτή κατάμαυρη, που 'πιανε απ' τη μια μέχρι την άλλη την πρόσοψη της οικοδομής κι έγραφε ΑΣΥΛΟΝ ΦΡΕΝΟΒΛΑΒΩΝ, σ' έβγαζε από την αυταπάτη, για να σε ρίξει σε συλλογισμό. Απορούσες για το μέγεθος του και τη μακριά σειρά, με τ' ανοιχτά παράθυρα, όλα στραμμένα στην ανατολή, μπροστά στο υπέροχο θέαμα της Ερμούπολης, του γαλανού πελάγους και των νησιών στο βάθος της ζωγραφιάς. Απορούσες. Τόσοι ανίατοι, τόσες νεκρές ψυχές σε ζωντανά σώματα δίχως γνώμη, κρίση και μνήμη, ύστερα από την Επανάσταση του εικοσιένα και τη νίκη των Γραικών; Τρελοί, φερμένοι για περίθαλψη από κάθε γωνιά της χώρας. Στο πλαίσιο κάθε παράθυρου, έβλεπες λογής λογής μορφές. Άντρες μουστακαλήδες, γυναίκες κουρεμένες, που μόλις βλέπαν άνθρωπο σε κείνη την ερημιά χειρονομούσαν, φώναζαν, στέλναν φιλιά, μουτζώναν με τα δυο τους χέρια, ξερνούσαν λέξεις πρόστυχες. Άλλες κοιτάζαν μακριά το πέλαγος δίχως καν να σαλεύουνε στη θέση τους. Βουβοί, σε μια αφαίρεση που σ' έκανε ν' ανατριχιάζεις.
(η Χρυσώ, Ρίτα Μπούμη-Παπά, εκδ.:Νέα Εποχή, σελ.:115)