Άγιος Νικόλαος των πλουσίων
Ο Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου είναι ορθόδοξος ναός που βρίσκεται στη Σύρο, πολιούχος της πρωτεύουσας Ερμούπολης. Είναι ο τρίτος αρχαιότερος Ιερός Ναός της Ερμούπολης.
Για τα οικοδομικά του σχέδια ενδιαφέρθηκε προσωπικά ο Βασιλιάς Όθων.
Ο μεγαλοπρεπής ναός θεμελιώθηκε από τον Μητροπολίτη Κυκλάδων Δανιήλ Κοντούδη στις 28 Φεβρουαρίου 1848 σε σχέδια του Γ. Μεταξά και εγκαινιάστηκε επισήμως στις 14 Σεπτεμβρίου 1870 από τον Αρχιεπίσκοπο Σύρου Αλέξανδρο Λυκούργο, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί ο εσωτερικός διάκοσμος. Μεγάλοι δωρητές και ευεργέτες υπήρξαν η Βασίλισσα Όλγα (προσέφερε 3.000 λίρες για την αποπεράτωση των καμπαναριών και τέσσερις φανούς της βασιλικής άμαξας, που μέχρι σήμερα περικοσμούν το εσωτερικό του ναού), ο τσάρος Νικόλαος, ο βαρόνος Σινά, η οικογένεια Σταματίου Πρωίου, ο Δημ. Βαφιαδάκης, οι πλοιοκτήτες Νικόλαος και Μηνάς Ρεθύμνης κ. ά.
Ο ναός σε σχήμα σταυρού, είναι τοποθετημένος σε υπερυψωμένη αυλή με μαρμάρινο στηθαίο και κιγκλίδωμα. Ανήκει στον τύπο της βασιλικής με τρούλο. Σκάλα ύψους 4 μ. οδηγεί στο ολομάρμαρο κεντρικό τμήμα της πρόσοψης, που έχει στο ισόγειο πρόπυλο με μορφή στοάς σε τέσσερις ιωνικούς κίονες και δυο παραστάδες με κορινθιακά επίκρανα. Στέφεται με αέτωμα και πλαισιώνεται από τους πύργους των κωδωνοστασίων. Οι πλάγιες όψεις διαιρούνται σε όλο το ύψος από παραστάδες με μαρμάρινα κορινθιακά επίκρανα και βάσεις. Τα πλαίσια των ανοιγμάτων είναι μαρμάρινα με εξαιρετική διακόσμηση. Ο τρούλος εδράζεται σε μαρμάρινους κορινθιακούς κίονες που πλαισιώνουν δίλοβα παράθυρα. Εσωτερικά, τοξοστοιχίες σε πεσσούς χωρίζουν τον ναό σε τρία κλίτη και γυναικωνίτης περιτρέχει τις τρεις πλευρές του. Κυριαρχεί το μάρμαρο, που προσδίδει ξεχωριστή αίγλη στον ναό: μαρμάρινοι κορινθιακοί κίονες, υπέρθυρα με ανάγλυφες φυτικές διακοσμήσεις, πλακόστρωση σε χρώμα γκρι – γαλάζιο. Το θαυμάσιο μαρμάρινο τέμπλο έγινε μετά από πανελλήνιο διαγωνισμό που προκήρυξε ο Δήμος. Δεν γνωρίζουμε τον σχεδιαστή, κατασκευάστηκε όμως από τον Τήνιο γλύπτη Γεώργιο Βιτάλη το διάστημα 1883- 1899.
Είναι από πεντελικό μάρμαρο, με ένθετα μάρμαρα Ιταλίας στα πλαίσια και τη βάση. Καλύπτεται από ανάγλυφα και εγχάρακτα κοσμήματα τονισμένα με χρυσό. Εντυπωσιακοί είναι οι ανάγλυφοι καθιστοί άγγελοι της Ωραίας Πύλης. Ο μαρμάρινος άμβωνας σχεδιάστηκε από τον Αντ. Φραγκούλη με βάση τον άμβωνα της Μητρόπολης Αθηνών. Το 2006 έγιναν εργασίες συντήρησης για την αποκατάσταση και ανακαίνιση του ναού και την ίδια χρονιά ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ενθρόνισε ιερό απότμημα από τα λείψανα του Αγίου.
Σήμερα, ο ναός δεν αποτελεί μόνο αληθινό κόσμημα για την Ερμούπολη και τη Σύρο, αλλά και εστία ποικίλης ενοριακής, πνευματικής και κοινωνικής δραστηριότητας. Στο σκευοφυλάκιό του φυλάσσονται πολύτιμα ιερά σκεύη, Ευαγγέλια, Άγια Ποτήρια, σταυροί ευλογίας και χρυσοκέντητοι επιτάφιοι, ευλαβικά αφιερώματα πρέσβεων, πλοιοκτητών, επιχειρηματιών και προξένων από την Ελλάδα, τη Ρωσία και τις Παραδουνάβιες Χώρες.Μπροστά στον μικρό κήπο υπάρχει το μνημείο του "άταφου Αγωνιστή" έργο του γλύπτη Βιτάλη, προς τιμήν των αγνώστων αγωνιστών της ελευθερίας.
Απόσπασμα από το βιβλίο.
Δ.Βικέλας, Η ζωή μου, εκδ. ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ 2009, σελ.19
<< Η μικράν μας οικία, κειμένη εις τήν οδόν τήν άγουσαν πρός τήν Εκκλησίαν του Αγίου Νικολάου, εκρέματο, τρόπον τινά, επί της θαλάσσης.>>
(Μ. Καραγάτσης, Η Μεγάλη Χίμαιρα, σελ. 75-79, Εκδόσεις: Εστία)
“Ο γάμος τους γίνηκε ύστερ' από μια βδομάδα, στον Άγιο Νικόλαο τον Πλούσιο.
Όλος ο καλός κόσμος της Σύρας ήταν προσκαλεσμένος. Κι ήρθε ο καλός ο κόσμος, με περιέργεια και συμπάθεια, να θαυμάσει το νιό και όμορφο ζευγάρι. [...]. Η Μαρίνα κοιτάει ολόγυρα. Πλέει η άσπρη εκκλησία στον ήλιο, που μπαίνει ανεμπόδιστος από τα μεγάλα παράθυρα, οργιάζει στα χρώματα και στη λαμπράδα ενός γιορτερού κόσμου. Το κεφάλι του γέρο ιερέα, με τα λυτά μαλλιά και τα μακριά γένια έχει κάτι από την ήρεμη λάμψη μύστη ορφικού. Οι ψαλμοί, πρωτόγονα μελωδικοί, αναβλύζουν από ψυχές κρυστάλλινες. Στα έξυπνα, τ' ανήσυχα και τυραγνισμένα πρόσωπα του κόσμου ζωγραφίζεται χαμόγελο κρατημένης χαράς κι αμυδρής ειρωνείας.
Τώρα ο Αντώνης Παπαδάκης- ο κουμπάρος- αλλάζει τα στέφανα. Ύστερα, ο ιερέας τους παίρνει από το χέρι και τους οδηγεί στο μυστικό χορό του Ησαΐα, ενώ ο κόσμος συνωστίζεται ολόγυρα τους γελώντας, φωνάζοντας ευχές και ραίνοντας τους με κουφέτα και ρύζι. Γίνεται ακαταστασία, οχλαγωγία, που κάθε άλλος ξένος θα την έκρινε αντίθετη στην ιερότητα του τόπου. Μα η Μαρίνα, που είχε θρέψει τη γνώση της με τ' όραμα της Αρχαίας Ελλάδας, βλέπει την Ελλάδα της γνώσης της να ζει πάντοτε ίδια και ανάλλαχτη, γοητευτική κι ανάλαφρη.
Η τελετή τελείωσε. Η Μαρίνα βγαίνει από την εκκλησία, στηριγμένη στο μπράτσο του άντρα της. Ο πλακόστρωτος περίβολος ξαπλώνεται θαμπωμένος από φως κιτρινόχρυσο, εξαίσια αντίθεση στον καταγάλανο θόλο τ' ουρανού. Από το πέλαγο ο μπάτης σιγοπνέει γεμάτος αρμυρές οσμές κι αργοσαλεύει τα φύλλα των φοινικιών. Δεξιά, σε κατανομή αμφιθεατρική, υψώνεται η ηλιόλουστη πολιτεία, σμίγοντας το λευκό ασβέστη της με τη ζαφειρόσκονη τ' ουρανού. Η ζωή της χαμογελάει, της ανοίγει τη γλυκιά αγκαλιά της να την δεχτεί, να την βαφτίσει στις χαρές της. Με στέρνο πλημμυρισμένο από ευτυχία μισοκλείνει τα μάτια μπροστά στης εξαίσια εικόνα και το μεθυστικό όραμα. Χαμογελάει γλυκά. Και γέρνοντας ολόκορμη προς τον άντρα της, του παραδίνει το ριζικό της.”
(Μ. Καραγάτσης, Η Μεγάλη Χίμαιρα, σελ. 378-379)
“Τη θάψανε το απόγευμα. Ήταν μιά μέρα χλιαρή κι ηλιόλουστη. Ο Σορόκος, αφού μάνιασε κοντά ώς το μεσημέρι, γύρισε σε Απηλιώτη μαλακό και γλυκό, πού 'διωξε τα σύννεφα. Η θάλασσα ξαπλωνόταν βαθυγάλανη και μόλις ανήσυχη.
Στον Άι- Νικόλα τόν Πλούσιο ήρθε όλη η Σύρα. Συγγενείς, φίλοι, γνωστοί μα και άγνωστοι. Ήρθαν και μερικά παιδάκια- οι φίλοι και οι φιλενάδες της περασμένης Κυριακής. Τα ματάκια τους ήσαν γεμάτα δέος μπροστά στο πρωτόγνωρο μυστήριο του θανάτου. Δεν είναι ούτε τρεις μέρες που έπαιζε, που γελούσε, που χόρευε μέσα στο γαλάζιο φορεματάκι της, γεμάτη ζωή και χαρά. Και σήμερα κάθεται φρόνιμη κι ασάλευτη στο μικρό, στο λευκό της κασονάκι.”