Επισκοπείο

Το Επισκοπείο (ή Πισκοπιό) είναι οικισμός της Σύρου, το συριανό «Κολωνάκι». Είναι χτισμένο στις πλαγιές ενός πευκόφυτου λόφου και είναι μία από τις πλουσιότερες πηγές πράσινου του νησιού. Βρίσκεται περίπου στο κέντρο της Σύρου και απέχει 4,5 χιλιόμετρα από την Ερμούπολη Είναι έτσι ο πιο κοντινός παραθεριστικός οικισμός στην πρωτεύουσα. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 το χωριό αυτό σήμερα έχει περίπου 500 κατοίκους ενώ το 2001 οι κάτοικοι υπολογίζονται γύρω στους 296.Διοικητικά ανήκει στο δήμο Σύρου-Ερμούπολης, ενώ πριν το πρόγραμμα Καλλικράτης άνηκε στο δήμο Άνω Σύρου.

Ιστορία

Κοντά στο Επισκοπείο βρίσκονται τα ερείπια της οικοδομής που άλλοτε χρησιμοποιούταν ως κατοικία του καθολικού επισκόπου. Αυτή η οικοδομή του 15ου αιώνα έδωσε και το όνομά της στον οικισμό. Υπήρξε το πρώτο αγαπημένο θέρετρο των πλούσιων Συριανών εμπόρων μετά τη δημιουργία της Ερμούπολης το 1830, οι οποίοι έχτισαν το 19ο αιώνα εντυπωσιακές και επιβλητικές επαύλεις με καταπράσινους κήπους. Ο δρόμος για τον οικισμό περνάει από το λόφο Σκληπί, όπου βρίσκεται το κτήμα και η έπαυλη "Αυροφίλητον" του ιατρού Ιωάννη Φουστάνου (πρώην Φθισιατρείο). Σήμερα κυριαρχεί η εγκατάλειψη και οι περισσότερες επαύλεις είναι ερειπωμένες.

Αξιοθέατα

Εκκλησία Προφήτη Ηλία και Ναός της Παναγίας της Πισκοπιανής

Στην κορυφή του λόφου δεσπόζει η εκκλησία του Προφήτη Ηλία, η οποία χτίστηκε το 1845 και είναι ρυθμού μονόκλιτης βασιλικής. Βγαίνοντας από το χωριό και με κατεύθυνση προς την περιοχή Μάλλια, βρίσκεται ο ναός της Παναγίας της Πισκοπιανής ή Πρωτόθρονης, ο οποίος κατά την παράδοση υπήρξε η πρώτη μητρόπολη της Σύρου και η κατασκευή του τοποθετείται περίπου τον 6ο αιώνα μ. Χ. Στην Παναγία αυτή, αποδίδεται η σωτηρία του νησιού από την επιδημία πανώλης το 1728.

 



Κόκκινο Σπίτι

Το κόκκινο σπίτι ή «κοκκινόσπιτο», όπως είναι γνωστό στους κατοίκους του νησιού, είναι ένα ερειπωμένο διώροφο αρχοντικό στην περιοχή του Επισκοπείου. Θεωρείται από πολλούς ως στοιχειωμένο και αμαρτωλό σπίτι και λέγεται πως ενέπνευσε τον Μ. Καραγάτση να γράψει το μυθιστόρημα "Η Μεγάλη Χίμαιρα" (1953). Το σπίτι προέδιδε την οικονομική επιφάνεια της εφοπλιστικής οικογένειας (βλ. Μεγάλη Χίμαιρα, σ. 61,62) και λέγεται ότι το απόσπασμα αυτό ενέπνευσε τον Μάνο Ελευθερίου, ο οποίος συμπεριέλαβε στην πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Συνοικισμός» (1962) ένα σχετικό ποίημα. Το σπίτι εξωτερικά είναι βαμμένο στην ίδια απόχρωση του αίματος και κάπως έτσι πήρε το συγκεκριμένο όνομα. Το κόκκινο σπίτι, το στοιχειωμένο, καταραμένο, αιματοβαμμένο και αμαρτωλό σπίτι της διήγησης σώζεται ως τις μέρες μας, ερειπωμένο μεν, διατηρώντας όλο του το μεγαλείο δε.


Σύμφωνα με τον θρύλο, η Μαρίνα Μπαρέ, μία νεαρή Γαλλίδα παντρεμένη με τον Συριανό καπετάνιο Γιάννη Ρεϊζή, βρήκε παρηγοριά στην αγκαλιά του κουνιάδου της, Μηνά, αφού δεν μπορούσε να αντέξει τη μοναξιά της. Τη μοιραία νύχτα, χάνει τη μικρή Αννούλα (κόρη που έχει αποκτήσει με τον Γιάννη) από πνευμονία, ενώ παράλληλα μένει έγκυος από τον Μηνά. Η πεθερά της, που τους έχει πιάσει στο κρεβάτι της αμαρτίας, διώχνει τον Μηνά από το σπίτι μετά την κηδεία της εγγονής της και εκείνος αυτοκτονεί. Ο Γιάννης ενημερώνεται για όσα έχουν συμβεί ενώ βρίσκεται ήδη στο ταξίδι του γυρισμού. Όλα αυτά ωθούν τη Μαρίνα στην αυτοκτονία, στοιχειώνοντας με τη φασματική παρουσία της το σπίτι, το οποίο από τότε παραμένει έρημο αφού δεν βρέθηκαν ποτέ νόμιμοι κληρονόμοι.
Παλαιότερα υπήρχε η εντύπωση ότι τα βράδια ακούγονταν οι λυγμοί της Ρεΐζη, οι φωνές της Μαρίνας και τα γέλια του μικρού κοριτσιού. 
Οι πιο προληπτικοί πιστεύουν ότι το σπίτι εξακολουθεί να έχει κακή ενέργεια, υποστηρίζοντας ότι όποιος τάραξε την ησυχία του ή τόλμησε να μετακινήσει έπιπλα και μικρότερα αντικείμενά του, βρήκε τραγικό θάνατο ή θάνατο κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες. Οι πιο ρεαλιστές υποστηρίζουν ότι όλα αυτά ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας και εξυπηρετούσαν συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Κάτοικος του Επισκοπείου θυμάται ότι ο χώρος ήταν τόπος συνάντησης χαρτοπαικτών και παράνομων ζευγαριών και ότι ένας κύριος με ελαφρά νοητική στέρηση -πρέπει όμως να είχε πολύ χιούμορ- διασκεδάζοντας με τον φόβο των κατοίκων, τοποθετούσε στο κεφάλι του τα βράδια μια μεγάλη κολοκύθα και παίζοντας με το φως από τα κεριά, που κρατούσε και τη σκιά, τρομοκρατούσε τους περαστικούς.


Είναι «κοινό μυστικό» στο Επισκοπείο ότι η ιστορία της «Χίμαιρας» είναι αληθινή και ότι υπάρχουν μέχρι σήμερα στο νησί οι απόγονοι της «αμαρτωλής» αυτής οικογένειας, απόγονοι που προήλθαν κατά πάσα πιθανότητα από δεύτερο γάμο του Γιάννη, του μοναδικού που επέζησε της καταστροφής. Όταν η οικογένεια βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, κατέφυγε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε ύστερα από αρκετά χρόνια ξανά στο νησί, με άλλο όνομα προκειμένου να αποτάξει από πάνω της τη «ρετσινιά». Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ουδέποτε διεκδικήθηκε η τεράστια ακίνητη περιουσία.

Περιγραφή του σπιτιού από την “Μεγάλη Χίμαιρα” του Καραγάτση

Ήταν ένα σπίτι πολύ νόστιμο και βολικό, τριγυρισμένο από κήπο γεμάτο λουλούδια χειμωνιάτικα. Το κάτω πάτωμα είχε ένα μεγάλο λίβινκρουμ , ένα σαλονάκι, το γραφείο του Γιάννη και τη κουζίνα. Τα υπνοδωμάτια ήταν στ΄ απάνω πάτωμα: ένα μεγάλο, ανατολικό, του Γιάννη και της Μαρίνας. Ένα μεσημβρινό, όπου κοιμόταν η Ρεϊζενα . Ένα βορεινό για να μένει ο Μηνάς όταν έρχεται στη Σύρα κι άλλο ένα δυτικό, πλάι στο μπάνιο που το μεταχειρίζονταν για αποθήκη. 


Στη Λογοτεχνία

Ο οικισμός του Πισκοπιού εμφανίζεται σε αρκετά λογοτεχνικά κείμενα, μεταξύ των οποίων το βιβλίο “Στεριές και Θάλασσες” του Κωστή Μπαστιά . Χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:
“Η Σύρα είναι πολυβασανισμένος τόπος και οι άνθρωποί της παλέψανε πολύ για να κάνουν γόνιμη τη γη του νησιού. Πέτρα πολύ και κοιτάσματα μεταλλικά δε βοηθούσαν τους φτωχούς καλλιεργητές. Μα κι αυτοί δεν άφησαν γωνιά που να μη τη σκαλίσουν. Βρήκαν τρόπο ν' αναζητήσουν δίκαιη γη και πάνω στα βουνά: Στον Πύργο, στο Σύρυγγα με τ' αθάνατο νερό, στο Βόλακα, στο Πισκοπιό, στην Κυπερούσα. Και δεν τους έλειψε η υπομονή...” . 




Αποσπάσματα στο βιβλίο “Η Μεγάλη Χίμαιρα” του Μ. Καραγάτση


Σελ.80 
Σε προειδοποίησα, ξαναείπε ο Γιάννης, ότι εδώ, στο Πισκοπιό, το χειμώνα είναι ερημιά.

Σελ.93 
Ο χειμώνας την περιόρισε κάπως περισσότερο στο σπίτι του Πισκοπιού.

Σελ.95,96 
Όταν πάλι ο καιρός ήταν κακός, ο Γιάννης ανέβαινε στο Πισκοπιό...

Σελ.115 
Μαζεύονταν στη μικρή λέσχη του Πισκοπιού, απ΄όπου η θέα προς τη θάλασσα, τα ολόγυρα νησιά και την πολιτεία είναι μοναδική για τη λιτή ομορφιά της.

Σελ. 171
Τα λιγοστά δέντρα του Πισκοπιού πάλευαν απελπισμένα με τη βία των στοιχείων, έγερναν στο χώμα, λες και θα ξεριζώνονταν.

Σελ.176,177
Η Ελλάδα, η Σύρα το σπίτι του Πισκοπιού αντιπροσώπευαν την προσωρινότητα.

Σελ. 253
Η κοσμική ζωή ξεφεύγοντας απ΄το Πισκοπιό, το Φοίνικα και την Ντελαγκράτσια συγκεντρώθηκε, πιο διακριτική και μισόχρωμη, στη μεγάλη πλατεία με τις χουρμαδιές.
Η Μαρίνα κλείστηκε στο σπίτι της στο Πισκοπιό.

Σελ. 261
Το κοριτσάκι στεναχωριόταν μέσα στην απόλυτη μοναξιά, γιατί άλλο παιδί στην ηλικία του δε βρισκόταν τώρα το χειμώνα, στο Πισκοπιό.

Σελ. 370
Από εκείνη τη μεριά δε φαινόταν η θάλασσα, μα τα σπίτια του Πισκοπιού και το βουνό, που ορθωνόταν στον ουρανό της δύσης.

Σελ. 383
Ο ήλιος είχε γύρει κιόλας πίσω απ' την πλαγιά του Πισκοπιού, και τα κυπαρίσσια πήραν το χρώμα της νύχτας.

Σελ.393
Και πάλι βυθιζόταν στον ασάλευτο στοχασμό της, ως την ώρα που ο ήλιος έγερνε κατά το βουνό του Πισκοπιού, μακραίνοντας πάνω στο χώμα τις σκιές των σταυρών και των κυπαρισσιών.



 

Από το βιβλίο του Ε.Ροϊδη <<Συριανά Διηγήματα>> σελ.78

<<Ο ήλιος εμεσουράνει κάθετος επί της κεφαλής, ενώ ανηρχόμην μετά ομηλίκου δωδεκαετούς συμμαθητού μου τόν ανήφορον, τόν άγοντα εις γείτονα της Ερμουπόλεως εξοχήν καλουμένην Πισκοπειό, ή σχολαστικώς Επισκοπείον.Ως πάντες γνωρίζουσι τα βουνά της Σύρου είναι γυμνότερα του Αδάμ, το χόρτον είναι τελείως άγνωστον και η βλάστησις περιορίζεται εις ψωριώσας τινάς τό φθινόπωρον φασκομηλέας και ηλιοκαείς κατά το θέρος ακάνθας.>>