Θέατρο Απόλλων

 

Το θέατρο Απόλλων της Σύρου ήρθε για να εκπληρώσει τις ανάγκες της περιλάλητης πρωτεύουσας για φιλοξενία μεγάλων θιάσων και διαφόρων εκδηλώσεων. Την πρωτοβουλία για την ανέγερση του την ανέλαβε ο Μιχάλης Σαλβάγος.
Στις 30 Οκτωβρίου 1861 το Δημοτικό Συμβούλιο δέχτηκε την πρόταση και αποφάσισε ομόφωνα να ανεγερθούν θέατρο και λέσχη στην κεντρική πλατεία της Ερμούπολης. Παρά τις αντιδράσεις κάποιων που θεωρούσαν πολυτέλεια την ανέγερση ενός θεάτρου στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, το θέατρο Απόλλων έγινε πραγματικότητα στα τέλη του 1862 σε σχέδιο του αρχιτέκτονα P. Sampo που δούλευε τότε ως αρχιτέκτονας στο Δήμο της Ερμούπολης. Πολύ κοντά στην πλατεία Μιαούλη, το δημοτικό Θέατρο Απόλλων άνοιξε τις πόρτες του στο ευρύ κοινό στις 20 Απριλίου 1864, με το Ριγκολέτο του VΕRDΙ.
Για το θέατρο Απόλλων είναι πολύ διαδεδομένη η άποψη, ότι αποτελεί μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου, όμως αυτό δεν είναι ακριβές. Η αρχιτεκτονική του έχει επηρεαστεί από ιταλικά πρότυπα και η σχεδίαση του είναι επηρεασμένη από τέσσερα τουλάχιστον ιταλικά πρότυπα, τη Σκάλα του Μιλάνου (1776), το ανακαινισμένο θέατρο (1816) San Carlo της Νάπολης, το ακαδημαϊκό θέατρο στο Castelfranco (1745) και τέλος το Teatro della Pergola της Φλωρεντίας (1755). Αντίθετα η στήριξη της θολωτής οροφής ακολουθεί το γαλλικό σύστημα. Ανεξάρτητα όμως από την αρχιτεκτονική του ποιότητα, το κτίριο δεν χαρακτηριζόταν για τη στερεότητά του. Το 1874 κιόλας χρειάστηκε γενική επισκευή, νέες επισκευές ακολούθησαν στα 1881, 1890 (καθίσματα και σκηνή) και 1896 (γενική).
Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου το θέατρο κακοποιείται, γίνεται κινηματογράφος και στα χρόνια που ακολουθούν δεν θα ξαναέρθει ποτέ στην αρχική του κατάσταση εκτός από κάποιες παραστάσεις που δόθηκαν μεταπολεμικά με κορυφαία αυτή της Μαρίκας Κοτοπούλη. Το θέατρο Απόλλων κρίθηκε ακατάλληλο για λειτουργία κατά τη δεκαετία του 1950, ενώ το 1959 αποφασίστηκε από τον Δήμο η ανακαίνισή του.
Σήμερα έχει ολοκληρωθεί το έργο της πλήρης αποκατάστασης του θεάτρου όσο το δυνατόν πιστότερη προς την αρχική μορφή του και φιλοξενεί διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις και το Φεστιβάλ του Αιγαίου. Στα ίχνη της χαμένης πόλης, όπως ονόμασε την Ερμούπολη ο Μ. Ελευθερίου, μένει ένα ακατάλυτο και διαχρονικό δημιούργημα που δεσπόζει και στολίζει την πρωτεύουσα, αποτελώντας δείγμα πολιτισμού για την όμορφη Σύρο.

Αναφορές στο Θέατρο Απόλλων στο μυθιστόρημα του Μάνου Ελευθερίου "Ο καιρός των χρυσανθέμων"

 «Από πολύ νωρίς το θέατρο ήταν σημαιοστολισμένο και φωταγωγημένο μέσα και έξω, και στις τρεις μεγάλες πόρτες της εισόδου είχαν καρφωθεί προσεκτικά φύλλα φοινικιάς για να υποδεχτούν το κοινό. […] Διαρκώς κατέφθαναν οι θεατές με άμαξες ή πεζή όσοι έμεναν κοντά στο θέατρο, και οι κυρίες στέκονταν στη δεξιά μεριά του θεάτρου, που ήταν αρκετά σκοτεινό, για να αλλάξουν παπούτσια. […] Οι μικρές υπηρέτριες, τα τύλιγαν προσεκτικά με πανιά ή εφημερίδες και τρέχανε κι αυτές μέσα στο θέατρο για να στριμωχτούν στο υψηλότερο θεωρείο, και πολλές αν σήκωναν τα χεράκια τους θ’ άγγιζαν τα ζωγραφιστά αγγελάκια της οροφής […] και οι κυρίες στριμώχνονταν είτε στο φουαγιέ είτε στους διαδρόμους του θεάτρου, έξω από τα θεωρεία τους, και συζητούσαν χαμηλόφωνα. […](σελ.113-115)»


«Το θέατρο έλαμπε. Οι τέσσερις της επιτροπής […]προσέχοντας μη γίνει καμιά παρατυπία στις πωλήσεις των εισητηρίων, ελέγχοντας τη συμπεριφορά των ανθρώπων που δούλευαν στο θέατρο, δίνοντάς τους οδηγίες για ν’ ανοίξουν τα παράθυρα των επάνω τελευταίων ορόφων και να αφήσουν όσο το δυνατό περισσότερο ανοιχτές τις πόρτες για να φεύγει ο καπνός των τσιγάρων και να προσέχουν σαν τα μάτια τους κάθε γωνιά, μην τύχει και πάρει φωτιά το κτήριο από κάποιο μισοσβησμένο. Οι γυναίκες τους είχαν ήδη θρονιαστεί στο πρώτο θεωρείο, που βρισκόταν πάνω στη σκηνή – και εκείνους πρώτους χαιρετούσαν οι ηθοποιοί όταν έκλεινε η αυλαία. (σελ.116)»

«Μπροστά στη σκηνή και στο χώρο της ορχήστρας, κάτι που δεν συνέβαινε όταν είχαν παραστάσεις όπερας και οπερέτας, ήταν τοποθετημένες οι ανθοδέσμες από λευκά, κίτρινα και μοβ διπλά χρυσάνθεμα […](σελ.116)
Τα θεωρεία άστραφταν από τα κοσμήματα και τα μεταξωτά των κυριών, που συχνά πυκνά κουνούσαν ναζιάρικα και με σκέρτσο το κεφαλάκι τους στους συνοδούς τους ή έγνεφαν σηκώνοντας ελαφρά το χέρι, και σαν να΄παίζαν πιάνο στον αέρα, χαιρετούσαν γνωστούς και φίλους στα απέναντι ή στην πλατεία.(σελ.116)»

« Μια ωραία μυρωδιά χρυσανθέμων και τριανταφύλλων, πλημμύριζε σιγά σιγά το θέατρο απ΄άκρη σ΄άκρη. Κάποιος από την επιτροπή (εννοείται του θεάτρου) είχε την τύχη να ανακαλύψει και ένα θαυμάσιο μυριστικό. Φύλλα αρωματικών θάμνων και βότανα στην οδό Ευριπίδου της Αθήνας…[…]Τα ξερά φύλλα και οι ρίζες,… καίγονταν προσεκτικά σε μικρές φουφούδες στις τέσσερις γωνιές του κτιρίου, κι έτσι οι πιο ευαίσθητοι θεατές ανάσαιναν με ανοχή τη μυρωδιά του ιδρώτα των διπλανών τους, την άσχημη μυρωδιά των φθηνών αρωμάτων με τα οποία είχαν πασαλειφτεί άτσαλα όλες οι υπηρέτριες, «ανθρώπους του όχλου» τις ονόμαζαν οι εφημερίδες, και οι οποίες είχαν καστακλύσει τον μεγάλο τελευταίο εξώστη». (σε. 119)

«Τα θεωρεία άστραφταν από τα κοσμήματα και τα μεταξωτά των κυριών που συχνά πυκνά κουνούσαν ναζιάρικα και με σκέρτσο το κεφαλάκι τους στους συνοδούς τους ή έγνεφαν σηκώνοντας ελαφρά το χέρι και, σαν να ‘παιζαν πιάνο στον αέρα, χαιρετούσαν γνωστούς και φίλους στα απέναντι θεωρεία ή στην πλατεία. […]»

«Μέχρι το μισοσκότεινο καμαρίνι της έφτανε ο βόμβος από τα γέλια, τους ψιθύρους και τα ξεφωνητά πολλών θεατών. Βγήκε για μια στιγμή στο διάδρομο που οδηγούσε στα θεωρεία της πρώτης σειράς, πίσω ακριβώς από το θεωρείο της επιτροπής του θεάτρου, και είδε το Δεληκατερίνη να κοιτάζει εκστατικός από μια τριπούλα τους θεατές. «Το θέατρον ασφυκτιά» της είπε. «Τα διαμάντια των κυριών στα θεωρεία είναι κάτι το ασύλληπτο. Οι ανθοδέσμες γέμισαν σχεδόν όλη τη σκηνή και, απ’ όσο έμαθα, και τις εισόδους του θεάτρου. […]» (σελ. 145-146)»

« […] σήκωσε το κεφάλι της ψηλά… στο σκοτεινό αραχνιασμένο ταβάνι [εννοείται στο καμαρίνι της] […] (σελ. 146)»

«Πρώτα ακούστηκε ο εθνικός ύμνος με όλους τους ηθοποιούς επί σκηνής πίσω από την αυλαία και οι θεατές σηκώθηκαν όρθιοι. Ένας Θεός μόνο ξέρει πώς κατόρθωσε ο δυστυχής ντόπιος πιανίστας Αντώνιος Πρόκος να τους συνοδεύσει μέχρι το πιάνο στον ημιυπόγειο χώρο μεταξύ την σκηνής και των θεατών της πρώτης σειράς, κατεβαίνοντας τη σκαλίτσα που κατέβαινε και ο υποβολέας, αναγκάστηκε να μετακινήσει με αρκετή δυσκολία τα κάνιστρα των λουλουδιών που είχαν πλημμυρίσει το χώρο, αφού ο αποψινός ενθουσιασμός των θεατών τους ανάγκασε να παρακάμψουν τους τύπος, και τα λουλούδια προσφέρθηκαν πριν την παράσταση, κι έτσι έμοιαζε ολόκληρη η σκηνή με Επιτάφιο. (σελ.166)»

«Και λίγο πριν ξεστομίσει το τελευταίο τετράστιχο του μονολόγου της,[ εννοείται η πρωταγωνίστρια Παρασκευοπούλου] στριφογύρισε αφιονισμένη γύρω από τον Κρίσπο [το όνομα του ήρωα της τραγωδίας ‘Φαύστα’], ελέγχοντας με σπάνια τέχνη, πονηριά και αυτοπεποίθηση τι ακριβώς κάνει και πώς ακριβώς φαίνεται ακόμα και από το τελευταίο κάθισμα της πλατείας, ακόμα κι από το υψηλότερο θεωρείο. Έβλεπε συγχρόνως και προς τα παρασκήνια με κλεφτές ματιές,από όπου την κοίταζαν ξέπνοοι οι συνάδελφοί της,[…] (σελ.176)»

η Χρυσώ,Ρίτα Μπούμη- Παπά εκδ.: Νέα Εποχή σελ.:162

"Το θέατρο της φάνηκε σαν μια μεγάλη ολοστρόγγυλη μητρόπολη, πλούσια στολισμένη και φωτισμένη, νύχτα η ώρα, από χιλιάδες θαρρείς ήλιους που ήταν κρυμμένοι μέσα στους πολυελαίους. Στο θόλο ψηλά, όπως στα παραμύθια, γυμνοί άγγελοι χόρευαν με σάλπιγγες στο στόμα κι ανάμεσα σ' αυτούς επικρατούσαν, σαν θεοί, τρεις άντρες γενειοφόροι: ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής κι ο Ευριπίδης, της είπε ο πατέρας. Αρχαίοι Έλληνες σοφοί. Και γύρω γύρω, τρεις σειρές κουβούκλια, με ανάγλυφες γιρλάντες και αμέτρητα χρυσά σκαλίσματα. Και φώτα εφαρμοστά στους τοίχους ζευγαρωτά, καλύτερα κι από καντήλια. Και μες στα θεωρεία καθόντουσαν μισόγυμνες και κορδωμένες κυρίες με τεράστια λουλούδια στα μαλλιά ή στα γυμνά τους στήθη, κατάφορτες από διαμαντικά που άστραφταν στην κάθε κίνησή τους και ρίχνανε αχτίνες από φως, να σε στραβώσουν. Παντού όλα ντυμένα με βυσσινί παχύ βελούδο, που 'κανε πιο άσπρα των γυναικών τα τορνευτά μπράτσα, καθώς ακούμπαγαν κι ανάδευαν οι σιλουέτες στο σκοτεινό φόντο κάθε θεωρείου.
Κάτω στην πλατεία τα ίδια. Καθίσματα βελούδινα σειρές γεμάτα κόσμο, που φαίνονταν από τα κάτασπρα τα χέρια τους πως δεν είχαν δουλέψει. Ζευγαρωτοί οι άνθρωποι, ευτυχισμένοι. Τουλάχιστον έτσι δείχνανε όλοι τους. Άντρες ντυμένοι στα κατάμαυρα με άσπρα κολάρα. πολλοί με γενειάδες και άσπρο άνθος κατάστηθα στη φορεσιά τους, σωστοί γαμπροί, κορδώνονταν, χαμογελούσαν ή γελούσαν, ψιθύριζαν στ' αυτιά των γυναικών ποιος ξέρει τι, σκύβοντας δίχως ντροπή στις γυναικείες γυμνές πλάτες."