ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ

"Εγεννήθηκα στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων, την ωραία Σύρα και συγκεκριμένα σε μια φτωχική συνοικία της Ανω Χώρας ονομαζόμενη 
Σκαλί το έτος 1905 από γονείς πάμπτωχους ..... Το χωριό είχε τον Αγιο Σεβαστιανό και άλλες εκκλησίες καθολικές.Απάνω αψηλά στη χώρα που καθόμουνα εγώ, βουνό σχεδόν ήτανε και εκεί αρχίσανε και χτίσανε σπίτια με πέτρες, γερά σπίτια. Ήτανε με στενά δρομάκια, δεν είχανε χώρο μεγάλο, δεν είχανε ένα περιβολάκι, μιαν αυλή μεγάλη."

"Ολη μου η οικογένεια είμαστε καθολικοί, Φραγκοσυριανοί όπως μας λένε...... Οι Συριανοί καθεαυτού είναι αυτοί οι Φράγκοι΄. Όταν ήμουν παιδί στη Σύρα οι ορθόδοξοι ζούσαν στην Κάτω Χώρα, στη θάλασσα κοντά, κι εμείς οι Φράγκοι στην Ανω Σύρα" .

"Είχαμε ωραία τροπάρια, καθολικά δηλαδή, όμως δεν μπόρεσα να τα μάθω, δεν πρόκανα να τα μάθω. Έφυγα." Μα δεν έφυγε μωρό. Έφυγε από τη Σύρα δεκατεσσάρων δεκαπέντε χρόνων και είχε όλο τον καιρό να τα μάθει. Απλώς μαζί με όλα τα άλλα εγκατέλειψε και την εκκλησία. Πρόλαβε όμως να συνομιλεί με τους Αγγέλους.

"Το 1909 με έστειλε ο πατέρας μου σχολειό. Αγάπησα τα γράμματα. Τότε στα μικρά παιδάκια φοράγανε ποδιές. Από αλατζά η ποδιά..... Ο δάσκαλός μας κύριος Τσαγκούρος ήτανε πολύ αυστηρός. Όμως εμένα με είχε πάρει από καλό μάτι γιατί μάθαινα. Σαυτόν πολλά χρωστώ."

"Έφτασε και το 1912. Τότε επήραν τον πατέρα μου στρατιώτη." Στις 6 Οκτωβρίου έγινε πάνδημη και κατανυχτική δέηση στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Έγινε και έρανος για να δοθούν τα χρήματα σε όσες οικογένειες είχαν κάποιο μέλος τους στον πόλεμο. Άραγε να πήρε βοήθημα η οικογένεια Βαμβακάρη; 

"Όταν έφυγε ο πατέρας μου με παίρνει εμένα η μάνα και πάμε να πιάσουμε δουλειά σε ένα κλωστήριο, του Δεληγιάννη. Άρχισε τη δουλειά στο βαφείο του κλωστηρίου κι εγώ έκανα πακέτα τα νήματα. Η μάνα μου έπαιρνε τρισήμισι δραχμές την ημέρα κι εγώ τρισήμισι δραχμές τη βδομάδα".

"Στα 1915 οργίαζε το λαθρεμπόριο. Ο θείος μου ο μπακάλης έκανε κι αυτός λαθρεμπόριο ζάχαρης και τσιγαρόχαρτου. Η μητέρα μου που τον βοηθούσε ζωνότανε σαν μπλάστρη τη ζάχαρη και το τσιγαρόχαρτο και το κουβαλούσε στην αγορά. Απ τις πολλές φορές ένας υπενωματάρχης την έπιασε. Μας κουβαλήσανε τότε στο κρατητήριο. Δεχτήκαμε και πήγαμε και φυλακή κι εμείς τα μωρά μαζί με τη μάνα μας, δεκαπέντε μέρες".

"Η Σύρα δεν είχε μόνο καλό κόσμο. Η Ερμούπολις λιμάνι ήτανε, μεγάλο κέντρο, και είχε όλα τα δεινά των λιμανιών. Και το χασίσι από τη Σύρα ξεκίνησε. Και οι κουτσαβάκηδες εκεί υπήρχαν. Αφού είχανε γράψει μια φορά για τη Σύρα -σαράντα καφενεία και εξηνταριά τεκέδες".

"Τους πρώτους μου στίχους τους είχα γράψει προτού να μάθω όργανο, στη Σύρα.... Τις απόκρηες κάθε Κυριακή επληρώναμε μια λατέρνα, οργανάκι που λένε, και μας έπαιζε το οργανάκι και χορεύαμε με τα ζεμπέκια στις άλάνες. Το οργανάκι δεν έπαιζε τα αποκρηάτικα. Έπαιζε βαλς, καντρίλιες, συρτά, καλαματιανά, ζεμπέκικα, χασάπικα, σέρβικα. Η Σύρα είχε πολλά οργανάκια. Ήτανε πλημμυρισμένη. Τα φέρνανε από την Πόλη".

Πηγή: Μάνος Ελευθερίου
"Μαύρα Μάτια Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια
1905-1920"
Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Σελ. 111, 19, 20, 161, 167,172, 237, 259, 287