Σαν Τζώρτζης (Ερμούπολη)

Στον λόφο της Άνω Σύρου δεσπόζει ο ναός Σαν Τζώρτζης, που αποτελεί τον Μητροπολιτικό ναό των καθολικών της Σύρου από το 1652. Κτίστηκε γύρω στα 1200 και έκτοτε έχει δεχτεί πλήθος ανακαινίσεων. Το 1617 καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Τούρκους και αναστηλώθηκε για τελευταία φορά το 1834 μέχρι να πάρει την σημερινή του μορφή. Είναι δείγμα τρίκλιτης βασιλικής και κοσμείται από εξαιρετικές εικόνες.  Ο επίσκοπος Ανδρέας Κάργας απαγχονίστηκε από τους Τούρκους το 1617 μαζί με το γραμματέα του.
Τότε είναι που καταστράφηκαν και τα περισσότερα αρχεία της Επισκοπής. Ό,τι διασώθηκε από τότε φυλάσσεται στο Κέντρο Ιστορικών Μελετών της Καθολικής Επισκοπής, όπου υπάρχουν σημαντικότατα έγγραφα που αφορούν στην ιστορία του νησιού.
Στο εσωτερικό του ναού φυλάσσεται η εικόνα του Αγίου Γεωργίου, η εικόνα της Παναγίας της Ελπίδας, καθώς και το πορτρέτο του επισκόπου Ανδρέα Καργά, που κρεμάστηκε από τους Τούρκους μαζί με τον γραμματέα του.

Λουκρητία Δούναβη, Το βυσινι φουστάνι (Εκδόσεις 'ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ'), σελ. 67

Πιο κάτω, στο σπίτι του γαμπρού, η πεθερά πηγαινοερχούντανε και αρωτούσε:
-Όλα έτοιμα;
Άλλα ηπερίμενε από το γιο της. Νύφη με προίκα, με πολλά μπαούλα, με δικό της σπίτι, κι αν είχε και λίγες λίρες δε θα έβλαφτε. Η νύφη, φτωχή, νόστιμη και νοικοκυρά, δεν της έφτανε, γιατί της πεθεράς αρέσανε πολύ τα μεγαλεία. Ο γιος, φαναρατζής το επάγγελμα, με σπασμένα γαλλικά, ένεκα της ξένης γειτόνισσας, γυναίκας ναυτικού λοστρόμου.
Αίφνης, ήσβησε η λάμπα. Γρουσουζιά, είπανε. Από την έπαρση που είχε η πεθερά, χοντρή η ίδια, πάντα στάγκωνε σε κάθε πόρτα, μέχρι και την ελληνική σημαία είχε φρεσκοσιδερώσει, και που κανείς δεν ήξερε τι θα έκανε τη γαλανόλευκη στο γάμο.
-Καλέ θεία, πότε θα ντυθείς;
-Βοήθα, να βάλω τον κορσέ μου, άκου, να σφίξεις όσο αντέχεις.
Η ανιψιά ήβαλε όλη τη δύναμη της να σφίξει τα κορδόνια του κορσέ, για να συμμαζέψει του πισινού το κατρακύλισμα.
-Καλέ θειά, θα σκάσεις.
-Σφίξε, που σου λέω, και άσε τις τσιριτσάντζουλες.
-Καλέ θειά, θα ζοριστεί το άντερό σου.
-Λίγο ακόμα και τελέψαμε.
-Καλέ θειά, είσαι καλά;
-...
-Παναγιά μου, Πανάχραντό μου, βοήθα.
Αναψοκοκκινισμένη η πεθερά, γύρεψε την τσάντα της.
-Την σημαία μην ξεχάσουμε.
-Καλέ μάνα,τι μυρωδιά παστώθηκες και βρώμισε ο τόπος;
-Τη δουλειά σου εσύ.
Όπου εκειδανά στη στρίψη του δρόμου, στο πιο απότομο σκαλί, πέφτει φαρδιά-πλατιά η πεθερά, ακούνητη και αλληθωρισμένη. Ηστάθηκε όλο το κάλεσμα και χάζευε την ξαπλωμένη.
-Τα κορδόνια να λασκάρομε, είπε η ανιψιά.
Ανεβάζουνε δε το μεσοφόρι της, τα κρέατα της ξεχυθήκανε απάνω στα σκαλάκια και βρώμα !!..
-Φέρτε ένα σεντόνι, είπε η Φιφίνα.
-Καλέ, αφού έχομε τη σημαία, είπε η Αντωνία.
Τότες ξεδιπλώνουνε τη φρεσκοσιδερωμένη, μεγάλη ήτανε, με χίλια βάσανα ξαπλώνουν μέσα την αναίστητη, ήτονε θεόβαρη, πάει ο γαμπρός να βοηθήσει,
-Μη, του λέει ο κουμπάρος, μην πάθεις καμιά πτώση...
Τέσσερις άντρες που βλαστημούσανε τηνε σηκώσανε από τις τέσσερις άκριες της σημαίας, συμπούρμπουλοι κατηφορίσανε στο σπίτι του γαμπρού.
Στείλανε ειδοποίημα στους βιολιτζήδες, να σωπάσουν τα βιολιά, και όλοι ηγυρίσανε στα σπίτια τωνε. Την άλλη μέρα, οι κουμπάροι, η νύφη και ο γαμπρός,ηπήγανε μονάχοι στην εκκλησία του ΑΪ Γιωργιού για να στεφανωθούνε.
 
"Τελευταία μ'αρέσει να πηγαίνω στην Απάνω Χώρα,εκεί στην πίσω μεριά,κάτω από τον Άγιο-Γιώργη.."