Βαπόρια

Ακρωτήριο της Σύρου. Βρίσκεται στην ανατολική ακτή του νησιού. Στο εσωτερικό του ακρωτηρίου απλώνεται η Ερμούπολη.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΗΓΕΤΙΚΟ ΣΤΡΩΜΑ της τοπικής κοινωνίας συγκροτήθηκε από μεγαλοαστικές οικογένειες, όπως των Ράλλη, Ροδοκανάκη, Πετροκόκκινου, Ψύχα, Νεγρεπόντη, Καλβοκορέση, Μαυρογορδάτου κ.ά., που είχαν διασυνδέσεις στις μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Ευρώπης.
Μερικές από τις οικογένειες αυτές είχαν τις ρίζες τους στη βυζαντινή αριστοκρατία και οι περισσότερες έρχονταν από τη Χίο, το νησί του βόρειου Αιγαίου που είχε κατακτηθεί από τους Γενουάτες και υπήρξε εμπορικός σταθμός και προνομιακός παραγωγός μαστίχας για τα σουλτανικά χαρέμια.
Εκτός από τους Χίους όμως, ηγετικό ρόλο στα δημόσεα πράγματα και στην οικονομική ανάπτυξη έπαιξαν οικογένειες εποίκων από τη Σμύρνη, τα Ψαρά, τη Μακεδονία, την Ύδρα ή τη Ρούμελη. Πετρίτσης και Καραγιαννάκης (Σμύρνη), Κεχαγιάς (Ρούμελη), Μεταξάς και Οικονόμου (Θεσσαλία), Λαδόπουλος και Πάικος (Μακεδονία) είναι μερικά μόνον από τα πιο γνωστά ονόματα. Η ανάμειξη και η άμιλλα των πληθυσμιακών αυτών ομάδων από ποικίλες προελεύσεις συνέβαλε αποφασιστικά στον δυναμισμό της νέας πόλης.
Αυτά τα ανώτερα στρώματα ήρθαν να κατοικήσουν εδώ, στην ανατολική πλευρά της πόλης, που εξαρχής θεωρήθηκε η καλύτερη από υγειονομική άποψη. Όμως για τις οικογένειες αυτές οι ορίζοντες ήταν πολύ ευρύτεροι. Αρκετοί έφυγαν από την πρώτη κιόλας δεκαετία για την Ευρώπη, την Αθήνα ή τον Πειραιά, ενώ κάποιοι επωφελήθηκαν από τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ (1839, 1855), που ανακούφισαν τη θέση των μειονοτήτων στην Οθωμανική αυτοκρατορία, και επέστρεψαν στις γενέτειρές τους. Από τη δεύτερη γενιά, οι περισσότεροι έφυγαν γύρω στα 1870 - 80, με την εμπορική παρακμή.
Όσοι έμειναν, κατά κανόνα πέρασαν από το εμπόριο στις τραπεζικές δραστηριότητες ή στον εφοπλισμό και συχνά στήριξαν τη βιομηχανία. Όμως, χάρη στη βιομηχανία και τη ναυτιλία, ανελίσσονταν τώρα άσημοι άλλοτε τεχνίτες αλλά και νεότεροι εποικιστές. Τα ηγετικά κοινωνικά στρώματα ανασυντέθηκαν, βιομήχανοι και εφοπλιστές βρίσκονταν τώρα στην κορυφή.
Τα σπίτια της περιοχής ανήκουν σε τρεις γενιές και η ιστορία τους καταγράφει τις κοινωνικές αυτές ανακατατάξεις. Από την πρώτη γενιά, ώς το 1840 περίπου, ελάχιστα διασώζονται.
Αρκετά είναι τα τυπικά αστικά μέγαρα των μέσων του 19ου αιώνα, με τις απλές σχετικά όψεις, και πολυπληθέστερα τα σπίτια της τρίτης γενιάς, μετά το 1870 - 80.
0ι εκπρόσωποι του νέου ηγετικού στρώματος που τα έχτισαν, μιμήθηκαν την αρχοντιά των προκατόχων, τονίζοντας περισσότερο τα πλούτη τους με τα εξωτερικά γνωρίσματα των μεγάρων, τον περίτεχνο διάκοσμο και τις ολομάρμαρες επενδύσεις.

Αποσπάσματα βιβλίων

Δ. Βικέλας, Η Ζωή μου (εκδ. ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ 2009), σελ. 93
<<Ενοικιάσαμεν κατοικίαν ευάερον, πρός τά Βαπόρια, διά των ολίγων δέ αγορασθέντων επίπλων η μήτηρ μου κατώρθωσεν εκ του προχίρου νά δώση χάριν καί κοσμιότητα εις τά δωμάτιά της.>>