Άγιος Σεβαστιανός

 

Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ
Στις 20 Ιανουαρίου, η Καθολική Εκκλησία τιμά τη μνήμη δυο μαρτύρων, του Αγίου Φαβιανού και του αγίου Σεβαστιανού.
Πριν γνωρίσουμε τη ζωή αυτού του χριστιανού στρατιωτικού που μαρτύρησε στη Ρώμη, χρειάζεται να καταλάβουμε την εποχή του. Μια εποχή κατά την οποία οι χριστιανοί στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άρχισαν να εξαπλώνονται κι ιδιαίτερα στη Ρώμη να γίνονται πολυάριθμοι.
Με το Διάταγμα του 250, ο αυτοκράτορας Δέκιος είχε εξαπολύσει ένα τρομακτικό διωγμό κατά των χριστιανών, χαρίζοντας στην εκκλησία μια σειρά μαρτύρων συμπεριλαμβανομένου του Πάπα Φαβιανού. Ωστόσο, η χριστιανική λογοτεχνία του 3ου αιώνα βρίθει από αναφορές στην ιδέα του μαρτυρίου. Δηλαδή, η προοπτική του μαρτυρίου είναι μια διάσταση της πίστης των χριστιανών της εποχής οι οποίοι βλέπουν τους φίλους, τους διπλανούς τους, να χύνουν το αίμα τους από πίστη. Συγγραφείς όπως ο Ιππόλυτος, ο Τερτουλιανός, ο Ωριγένης, ο Κυπριανός περιγράφουν στα έργα τους αυτή την ώθηση της αγάπης για το Χριστό καθώς και την ένθερμη επιθυμία των χριστιανών να υποφέρουν γι’ Αυτόν. Εκτός από τους μάρτυρες όμως, η Εκκλησία γνώρισε και τους αποστάτες της πίστης, κυρίως κατά το διωγμό του Δέκιου.
Σύμφωνα με το βίο του Αγίου Σεβαστιανού, ορμώμενος και εμποτισμένος από αυτό το πνεύμα μαρτυρίου, ο Άγιος Προστάτης μας υπήρξε από εκείνους που με τη νουθεσία, την παρότρυνση, την ενθάρρυνση στήριξε τους φυλακισμένους χριστιανούς, διατηρώντας ζωντανό αυτό το πνεύμα. Είναι φυσικό, για τον συγγραφέα της ζωής ενός Αγίου να υπογραμμίζει τη βιωμένη πίστη του, τα χαρακτηριστικά και οι τρόποι με τους οποίους όμως αυτή εκφράζεται, επηρεάζονται από το περιβάλλον που ζει. Έτσι ήταν φυσικό για τον Σεβαστιανό να προσφέρει όλη τη διαθεσιμότητα του με γενναιοδωρία, στην καλλιέργεια της «πνευματικότητας του μαρτυρίου», στο οποίο ζούσε η Εκκλησία του 3ου αιώνα.
Η πρώτη ιστορική μαρτυρία που έχουμε για τον Άγιο Σεβαστιανό προέρχεται από το έργο «Εκκλησιαστικό Ημερολόγιο» του 354, όπου αναφέρεται το όνομα, το μαρτύριο και ο τόπος ταφής του. Στα τέλη του 4ου αιώνα ο Άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων μνημονεύει το όνομα του στην 118η ωδή του, τονίζοντας την καταγωγή του από τα Μεδιόλανα (Μιλάνο). Το 440 γράφεται το «Πάθος» (μαρτύριο) του Αγίου (πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, γεμάτο θαύματα και μεταστροφές ειδωλολατρών) ενώ ο εκκλησιαστικός ιστορικός Συμέων ο Μεταφραστής τον 10ο αιώνα καταγράφει την οριστική μορφή της βιογραφίας του.

Ο Σεβαστιανός γεννήθηκε στην πόλη Ναρβόννη της Γαλλίας, από όπου καταγόταν ο πατέρας του, μεγάλωσε όμως στην πόλη της μητέρας του το Μιλάνο (Βόρεια Ιταλία). Οι διάφορες βιογραφίες συγκλίνουν στην χριστιανική ανατροφή που του δόθηκε. Το όνομα του προέρχεται από την ελληνική λέξη «Σεβαστός», που σημαίνει ο άξιος σεβασμού, ο σεβάσμιος.
Το 283 ακολουθεί την στρατιωτική σταδιοδρομία. Τα χαρακτηριστικά που τον διακρίνουν είναι η τιμιότητα, η ευφυΐα και η γενναιότητα. Με τέτοια προσόντα δεν αργεί να τραβήξει την προσοχή των ανωτέρων του. Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός τον διορίζει επικεφαλή της Πραιτωριανής φρουράς, θέση εμπιστοσύνης παρόλο που δεν καταγόταν από οικογένεια ευγενών.
Χάρη στο αξίωμα του ο Σεβαστιανός επισκεπτόταν τους χριστιανούς στις φυλακές τους οποίους καταδίωκε ο αυτοκράτορας. Τους ενθάρρυνε με το λόγο και τους διευκόλυνε να έχουν τα Μυστήρια από ιερείς. Παρότρυνε τους φυλακισμένους στο μαρτύριο, καταφρονώντας την πρόσκαιρη ζωή για τη μέλλουσα, συνοδεύοντας πολλούς μέχρι τον τόπο του μαρτυρίου.
Όταν αποκαλύφθηκε η χριστιανική πίστη του Σεβαστιανού, ο αυτοκράτορας διέταξε να τον συλλάβουν και να τον δικάσουν ως προδότη. Στην απορία του αυτοκράτορα γιατί δεν έδειξε ευγνωμοσύνη στις τιμές που του επιδαψίλευσε και στην ερώτηση του αν είναι χριστιανός, ο Σεβαστιανός έδωσε θαρραλέα μαρτυρία πίστης η οποία του κόστισε την καταδίκη σε θάνατο. Οδηγήθηκε σε πεδίο τοξοβολίας στην Αππία οδό και αφού τα βέλη γέμισαν το σώμα του τόσο που να μοιάζει σαν αχινός, εγκαταλείφθηκε στον πάσσαλο που είχε δεθεί.
Το βράδυ η Ειρήνη, σύζυγος του μάρτυρα Κάστουλου, παίρνοντας το σώμα για να το ενταφιάσει είδε ότι ο Σεβαστιανός ήταν ζωντανός. Τον πήρε σπίτι της και τον περιποιήθηκε ώσπου ανάρρωσε. Παρά τις παρακλήσεις χριστιανών να εγκαταλείψει την πόλη, ο Σεβαστιανός έμαθε ότι ο Διοκλητιανός θα πήγαινε να θυσιάσει στο ναό του Ηρακλή, πήγε εκεί και από ένα υψηλό σημείο του μίλησε προκαλώντας την έκπληξη του αυτοκράτορα. Αφού τον συνέλαβαν, τον οδήγησαν στον Ιππόδρομο και χτυπήθηκε μέχρι θανάτου με ρόπαλα.
Για να εμποδίσουν τους χριστιανούς να πάρουν το σώμα του, το ρίχνουν στον υπόνομο που ονομάζεται Cloaca maxima. Το βράδυ όμως παρουσιάζεται στον ύπνο της χριστιανής Λουκίνας (Φωτεινής) υποδεικνύοντας το σημείο που βρίσκεται το σώμα του. Η Λουκίνα το βρίσκει στο κανάλι Euripus Agrippae και ενταφιάζεται με επιμέλεια στην κατακόμβη όπου είχαν ταφεί οι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος.
Πάνω σ’ αυτή την κατακόμβη η οποία βρίσκεται στην πύλη των Αυριλαινών τειχών απ’ όπου περνάει η Αππία οδός, τον 4ο αιώνα ανεγέρθηκε η Βασιλική των αποστόλων η οποία επί Πάπα Γρηγορίου του Μέγα (6ο αι.) μετονομάστηκε σε Βασιλική του Αγίου Σεβαστιανού εξαιτίας των πολλών θαυμάτων του Αγίου. Ο ναός είναι μία από τις 7 Βασιλικές της Ρώμης. Ο ίδιος ποντίφικας ανακήρυξε τον Άγιο Σεβαστιανό τρίτο προστάτη της Ρώμης μετά τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο.
Το 826 ο Πάπας Ευγένιος β’ μετέφερε τα λείψανα του μάρτυρα στο Βατικανό και παρέμειναν εκεί μέχρι το 1218 οπότε ο Πάπας Ονώριος γ’ επανέφερε τα λείψανα (εκτός από την κάρα που παρέμεινε στον Α. Πέτρο)στη Βασιλική του Αγίου.
Οι προσκυνητές διέδωσαν την ευλάβεια στον Άγιο Σεβαστιανό ο οποίος θεωρείται προστάτης από την επιδημία της χολέρας. Στην Δυτική Ευρώπη τον τιμούσαν πολύ μέχρι τον 16ο αιώνα όπως μαρτυρούν ναοί και τοπωνύμια ακόμη και στην Λατινική Αμερική.