Ταρσανάς της Σύρου

Χρυσώ,Ρίτα Μπούμη-Παπά σελ.:107,108 εκδ.: ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ

 

"Ο ταρσανάς της Σύρας, γνωστός σε όλη τη Μεσόγειο το δέκατο ένατο αιώνα, έπιανε μια μεγάλη παραθαλάσσια έκταση έξω απ' την πολιτεία, στη, βιομηχανική, ας πούμε, ζώνη με τα εργοστάσια. Ο όρμος του ταρσανά άρχιζε από τη θέση Μυλαράκι-Πλάκες, όπου σε μια εδαφική αιχμή είχαν χτιστεί και τα σφαγεία. Εκεί, καθημερινά, εξόν τις μέρες της νηστείας, ακούγονταν άγρια μουγκανιτά, βελάσματα, και βάφονταν κόκκινο το νερό της θάλασσας.
Μόλις έμπενες μέσα στον ταρσανά που είχε είσοδο απ' τον αμαξιτό, σ' έπαιρνε από τη μύτη η μυρωδιά του ξύλου, του κατραμιού, του στόκου, της μπογιάς. Τα πόδια σου βουλιάζανε μέσα στο ροκανίδι. Σειρά λογής λογής σκαριά. Άλλα μόλις τα στήνανε, άλλα με σκελετό νεταρισμένο, άλλα μισοτελειωμένα κι άλλα ριγμένο στο νερό για αποτέλειωμα κι αρμάτωμα. Χίλιοι τόσοι εγάτες. Μια βουή, ένας σαματάς που σε ξεκούφαινε. Εδώ βαρούσαν με βαρία σφυριά και με ματσόλες τις πρόκες κι άλλα καρφιά λιγιώ λογιώ. Εκεί πριόνιζαν με κάτι πελώρια τετράγωνα πριόνια, που τα κινούσαν δυο εργάτες ρυθμικά. Ε, χοπ! Ε, χοπ! βογκούσαν. Μουσκίδι στον ιδρώτα ανεβοκατεβαίνανε τα μπράτσα τους. Φούσκωναν και ξεφούσκωναν τα μούσκουλα τους. Μέσα απο τα κουρέλια τους φαινότανε το κρέας τους γυμνό. Κι έπεφτε βροχή το ψιλό ροκανίδι, ίδιο πίτερο. Καθώς φυσούσε το μελετέμι, τους ράντιζε σαν σκόνη και κατακάθιζε στα τσίνορα και στα μαλλιά τους. Πιο πέρα στήνανε καρίνες και ξεφώνιζαν, σαν να ζητωκραυγάζανε απ' τη χαρά τους. Σαν να ΄τανε δικά τους τα σκαριά που στήναν. Άλλοι καλαφατίζαν τα πλευρά, άλλοι τα στούπωναν, τα πίσσωναν. Άλλοι τα στοκαρίζανε, άλλοι τα βάφαν πρώτα με μίνιο, κοκκινοφωτιά, ύστερα μ΄άλλα χρώματα, κατά το γούστο του καραβοκύρη. Χίλιες φαμίλιες έθρεφε κείνο το αρμυρό εργοτάξιο, που το ΄δερνε ο αγέρας του πελάγου. Μόλις ρίχναν στη θάλασσα ένα σκαρί, αμέσως στήναν τις διχάλες για καινούργιο στον τόπο που 'χε αδειάσει. Άντρες τυραγνισμένοι, στεγνοί, ψημένοι από τιν ήλιο και τ΄αλάτι. Κι όμως, φωνοκοπούσαν χαρούμενοι σαν να 'ταν πανηγύρι. Και τα πειράγματα χαλάζι, να χτυπάνε απ' το ένα σκαρί στ' άλλο. Και μπόλικα βρομόλαγα, που τα σταμάταγαν ευθύς και τα μασούσαν σαν βλέπανε το μάστορα να πλησιάζει με το κίτρινο ξεδιπλωμένο μέτρο στο χέρι του, χαρτιά και το μολύβι στ' αυζε στον καφενέ καθιστός τα έξι μεροκάματα, με τις δεκάρες σε φυσέκια ορθά στο τραπεζάκι. Δώδεκα ώρες δουλειά για δυο δραχμές. Άλλοι, οι πιο μαγκώροι, έπερναν τρεις. Έβλεπες τη διαφορά και στο σουλούπι τους.
Πιο νοικοκυρεμένοι άνθρωποι. Πιο λιγομίλητοι.
Μέσα στο σάλαγο του ταρσανά, το σφύριγμα του ανέμου, που σκόρπαγε τα χάχανα και τις φωνές χίλιων και βάλε δουλευτάδων, ήταν και κάμποσοι που τραγουδούσαν. Κι άκουγες εκεί μέσα κλέφτικα, αμανέδες, καντάδες απ' τα Εφτάνησα, και μαντινάδες κρητικές. Ακόμα και η γλώσσα τους δεν ήταν όμοια. Η προφορά τους. Το ντυσιμό τους. Έβλεπες από φουστανέλα, μέχρι φουφούλες, βράκες, φέσια, σαρίκια. Ωστόσο, οι πιότεροι είχαν συμορφωθεί με τα φράγκικα έθιμα του τόπου και φόραγαν πουκάμισο αλάτζα, παντελόνι ντρίλι και τραγιάσκα. Όλα ντόπιας παραγωγής, που τα αγόραζαν βερεσέ."